- πλουτοτραφής
- πλουτο-τρᾰφής, ές,A bred in riches, Eust.835.37.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλουτοτραφής — ές, ΜΑ αυτός που έχει ανατραφεί μέσα στα πλούτη (α. «τοιοῡτοι γὰρ ὡς τὰ πολλὰ oἱ πλουτοτραφεῑς», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + τραφής (< συνεσταλμένη βαθμίδα τραφ τού τρέφω), πρβλ. μηρο τραφής] … Dictionary of Greek
πλουτοτραφεῖς — πλουτοτραφής bred in riches masc/fem acc pl πλουτοτραφής bred in riches masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… … Dictionary of Greek